- πισονία
- η, Νβοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια νυκταγνίδες και περιλαμβάνει 50 περίπου είδη δέντρων και αναρριχητικών θάμνων τών τροπικών και υποτροπικών περιοχών.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. pisonia, από το όνομα τού Ολλανδού φυσικού W. Piso].
Dictionary of Greek. 2013.